πέτρα

πέτρα
πέτρα, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] πέτρη, ,
A rock; freq. of cliffs, ledges, etc. by the sea,

λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη Od.3.293

, cf. 4.501, etc.; χῶρος λεῖος πετράων free from rocks, of a beach, 5.443 ;

π. ἠλίβατος . . ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα Il.15.618

, etc.; χοιρὰς π. Pi.P.10.52; also, rocky peak or ridge, αἰγίλιψ π. Il.9.15, etc.;

ἠλίβατος 16.35

, etc.; λιττὰς π. Corinn.Supp.1.30, cf.A.Supp.796 (lyr.); π. Λενκάς, 'ωλενίη, etc., Od.24.11, Il.11.757, etc.; π. σύνδρομοι, Συμπληγάδες, Pi.P.4.209, E.Med.1264(lyr.); πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις, of Caucasus, A.Pr.4, cf. 31, 56, al.; π. Δελφίς, π. δίλοφος, of Parnassus, S.OT464(lyr.), Ant.1126(lyr.);

π. Κωρυκίς A.Eu.22

; π. Κεκροπία, of the Acropolis, E.Ion936.
2 π. γλαφυρή a hollow rock, i.e. a cave, Il.2.88, cf. 4.107; σπέος κοιλῇ ὑπὸ π. Hes. Th.301; δίστομος π. cave in the rock with a double entrance, S.Ph.16, cf. 937; κατηρεφεῖς αὐτῇ τῇ π. Pl.Criti.116b;

π. ἀντρώδης X.An.4.3.11

;

τόπος κύκλῳ πέτραις περιεχόμενος IG42(1).122.21

(Epid.); ἕως τῆς π. down to virgin rock, PCair.Zen.172.14 (iii B.C.), OGI672 (Egypt, i A. D.), cf. Ev.Matt.16.18.
3 mass of rock or boulder, Od.9.243, 484, Hes.Th.675 ;

πέτρας κυλινδομένα φλόξ Pi.P.1.23

;

ἐκυλίνδουν πέτρας X.An.4.2.20

, cf. Plb.3.53.4.
4 stone as material, π. λαρτία, Τηΐα, SIG581.97 (Crete, iii/ii B. C.), 996.13 (Smyrna, i A. D.): distd. from πέτρος (q. v.), which is v.l. in X.l.c.; πέτρᾳ shd. be read in S.Ph.272 ; the distn. is minimized by Gal.12.194.
II prov., οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, etc. (v. δρῦς); as a symbol of firmness,

ὁ δ' ἐστάθη ἠΰτε π. ἔμπεδον Od.17.463

; of hard-heartedness,

ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr.244

;

ἁλίαν π. ἢ κῦμα λιταῖς ὢς ἱκετεύων E.Andr. 537

(anap.); cf.

πέτρος 1.2

. (Written πε-τε-ρα in a text with musical accompaniment, Pae.Delph.5.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέτρα — πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc/acc dual πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέτρα — Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc/acc dual Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πέτρᾳ — πέτραι , πέτρα rock fem nom/voc pl πέτρᾱͅ , πέτρα rock fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — η 1. λίθος, λιθάρι. 2. κάτι πολύ σκληρό: Το ψωμί ψήθηκε πολύ κι έγινε πέτρα. – Το χωράφι έγινε πέτρα από την ξηρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέτρα — Sp Petrà Ap Πέτρα/Petra L Graikija (Lesbas) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πέτρᾳ — Πέτραι , Πέτρη rock fem nom/voc pl Πέτρᾱͅ , Πέτρη rock fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρά — πετράς fourth day fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαύρη Πέτρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Πέτρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 105 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχελώου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”